ξώφυλλο

ξώφυλλο
το
βλ. εξώφυλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξώφυλλο — το 1. το έξω φύλλο βιβλίου. 2. το έξω φύλλο παραθύρου. 3. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που σε ορισμένα παιχνίδια αφαιρούνται ως περιττά ή δε λογαριάζονται στην καταμέτρηση των πόντων, το σκάρτο. ξώφυλλο το το έξω φύλλο, το εξώφυλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”